- υφαντουργία
- Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης του θαλάσσιου εμπόριου και των πρώτων βιομηχανικών εφαρμογών των νέων μηχανικών εφευρέσεων, δημιουργήθηκε στην Ευρώπη μεγάλη υφαντουργική βιομηχανία. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα οι ευρωπαϊκές υφαντουργικές βιομηχανίες, με επικεφαλής τις αγγλικές, κυριαρχούσαν σε ολόκληρο τον κόσμο και πραγματοποιούσαν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής υφασμάτων. Από την Ευρώπη η υ. διαδόθηκε σταδιακά και στον υπόλοιπο κόσμο. Η σύγχρονη υ. έχει πραγματοποιήσει εντυπωσιακές επιτυχίες, τόσο από την άποψη της ποσότητας των προϊόντων που παράγονται, όσο και από την άποψη της ποιότητάς τους. Τα υφάσματα που παράγονται σήμερα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία εξαιτίας της εφαρμογής πολλών μεθόδων ύφανσης. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου, παρουσίασε τεράστια ανάπτυξη η υ. με βάση το ραιγιόν (τεχνητό μετάξι) και γενικά τις συνθετικές, ίνες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της βιομηχανίας τεχνητών συνθετικών υφασμάτων είναι το γεγονός ότι βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια ορισμένων τραστ χημικών βιομηχανιών και ελέγχεται από οικονομικά συγκροτήματα.
Οι κυριότερες χώρες παραγωγοί βιομηχανικών υφασμάτων είναι σήμερα η Μ. Βρετανία, με σπουδαία υφαντουργικά κέντρα τις πόλεις Ληντς, Χάλιφαξ, Μάντσεστερ και την περιοχή Λάνκαστερ, η πρώην ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Γερμανία και η Ιαπωνία.
λαϊκά υφαντά. Όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρώπης έχουν να επιδείξουν, παράλληλα προς τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα της υ. και υφαντά, καθαρά λαϊκά, που συνεχίζουν μια μακρόχρονη παράδοση. Ιδιαίτερο κεφάλαιο στα λαϊκά υφαντά αποτελούν ασφαλώς τα ελληνικά, από τα ωραιότερα ευρωπαϊκά του είδους. Στα ελληνικά υφαντά πρώτη θέση κατέχουν τα κρητικά, όλα προϊόντα του αργαλιού, που παρουσιάζουν ποικιλία σε χρώματα, σχέδια και ποιότητα νημάτων. Από τα είδη αυτά τα αξιολογότερα είναι ο κουσκουσές, που γίνεται από τις μακριές ίνες των μαλλιών των προβάτων. Άλλα υφαντά με περίτεχνα σχέδια είναι, η πατανία, το χιράμι, οι βούργιες, η ψαράτη κ.ά. Για τα υφαντά αυτά έχει γράψει κατατοπιστικά η Ελένη Κλάδου-Παλαιολόγου στο βιβλίο της Κεντήματα από υφαντά της Κρήτης (Αθήνα 1983), στο οποίο η πλούσια εικονογράφηση ολοκληρώνει τις πληροφορίες του κειμένου. Τα ελληνικά υφαντά γενικότερα, με την ποικιλία των σχεδίων τους, μαρτυρούν υψηλή στάθμη λαϊκής καλλιτεχνικής αντίληψης και αίσθησης της χρωματικής αρμονίας. Όλες οι απόπειρες να τα συναγωνιστούν οι βιομηχανίες οδήγησαν σε αποτυχία γιατί η τυποποιημένη μαζική παραγωγή οδηγεί ουσιαστικά σε κορεσμό ενώ οι διαρκείς αυτοσχεδιασμοί των γυναικών που υφαίνουν στους αργαλιούς εξασφαλίζει και τη συνεχή ανανέωση των προϊόντων τους.
Υφαντό αγροτικού σπιτιού στο Αμάρι του Ρεθύμνου (φωτ. Κ. Φλέγκα).
Λεπτομέρεια κρητικού υφαντού κλινοσκεπάσματος (πατανίας), υφασμένoυ με μαλλί. Πατανίες του είδους υπάρχουν και από μπαμπάκι ή λινάρι. (φωτ. Κ. Φλέγκα).
* * *η, Ν [υφαντουργός]1. βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων2. οικονομικός κλάδος που περιλαμβάνει τις βιομηχανικές, βιοτεχνικές και οικοτεχνικές μονάδες οι οποίες ασχολούνται με την ύφανση φυσικών ή τεχνητών υλών3. η υφαντική.
Dictionary of Greek. 2013.